κτηματόγραφο

κτηματόγραφο
το
επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται σε κάποιον η κυριότητα ενός ακινήτου ή εγγράφεται υποθήκη σε κάποιο κτήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + -γραφο (< γράφω), πρβλ. χειρό-γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. κτηματόγραφον, μαρτυρείται από το 1876 στον Αθαν. Χ. Ροντήρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτηματόγραφο — το (νομ.), επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται η κυριότητα, η υποθήκευση κτλ. σε ακίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”